Πρέπει να φύγω είπες
Και ξαφνικά ο χρόνος σταμάτησε.
Ένας διάφανος πάγος απλώθηκε στην χλιαρή νύχτα.
Το φεγγάρι δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει
τον δρόμο για τη θάλασσα.
Τα αστέρια σταμάτησαν να λαμπυρίζουν,
το φως τους έμεινε παγωμένο, ακίνητο.
Ένα χαμόγελο που δεν πρόφτασε να κρυφτεί,
τριγύριζε αμήχανο
ανάμεσα μας.
Οι φωνές των περαστικών
ακούγονταν πια από πολύ μακριά.
Είχες ήδη φύγει,
όταν ακούμπησες με αμηχανία
τα δάχτυλα στο τραπέζι.
Ποιο τραπέζι; ποιο χέρι;
Ποιο το πριν και ποιο το μετά;
Ερωτήσεις αιωρήθηκαν στον υγρό αέρα.
Δεν περίμενα απάντηση
και συνέχισα να σου μιλώ,
ενώ ταξίδευες μόνη μέσα στη νύχτα.
Πόσο γρήγορα περνούν οι στιγμές, σκέφτηκα.
Και τώρα γιατί είσαι πάλι εδώ
ενώ έχεις φύγει πια από ώρα;
Αναστράφηκε για λίγο ο χρόνος.
Τα ερωτηματικά
πολλαπλασιάστηκαν.
Ποια η έννοια του τώρα,
είχες αναρωτηθεί κάποτε
Οι στιγμές που ζούμε είναι τομές,
με λεπτό μαχαίρι,
στο χωροχρονικό συνεχές,
σου είχα πει.
Όμως ποιος κρατάει το μαχαίρι;
Και γιατί μερικές φορές
οι τομές πονούν αφόρητα;
Όταν ξανακοίταξα την θάλασσα
το φεγγάρι είχε στρώσει τον δρόμο
περιμένοντας τους οδοιπόρους του.
Χιλιάδες αστέρια λαμπύριζαν,
αλλά ο Δίας κοιτούσε ακόμη παγωμένος,
ακίνητος.
Η νύχτα ίσως είχε πια τελειώσει.
Ίσως όμως και μόλις τώρα να άρχιζε.
Ενα Ποίημα από τη συλλογή "ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΧΕΣ"
1 Comentário:
Πολύ όμορφο το ποίημα που διάλεξες.Μου αρέσει που ξέρεις να ξεχωρίζεις την ποιότητα.Πιστεύω ότι κι εσύ θα γράφεις ωραία δικά σου ποιήματα.
Σε φιλώ
Δημοσίευση σχολίου